Την περασμένη άνοιξη ο Υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας Τζούλιο Τρεμόντι και ο διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι πίεσαν ασφυκτικά τις ιταλικές τράπεζες να αντλήσουν νέα κεφάλαια προκειμένου να ενισχύσουν τους ισολογισμούς τους. Η προσπάθειά τους αυτή προσέκρουσε σε δυσκολίες καθώς οι τράπεζες διαμαρτύρονταν, υπεξέφευγαν και αντιστέκονταν.
Έχοντας κάποιο δίκιο, υποστήριζαν ότι αυτές δεν έμοιαζαν με πολλούς άλλους ξένους ανταγωνιστές τους την επαύριον της νομισματικής κρίσης. Όντως, σε αντίθεση με τα τραπεζικά ιδρύματα των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Ιρλανδίας και της Ισπανίας το τραπεζικό σύστημα της Ιταλίας δεν είχε προσφύγει σε αχαλίνωτες χορηγήσεις πιστώσεων, ούτε είχε παράγει κερδοσκοπικές φούσκες στην αγορά ακινήτων. Τουτέστιν, καμία καταστροφή από τα προβληματικά χρέη δεν διαγράφονταν στον ορίζοντα.
Τελικά πάντως, με την εξαίρεση της UniCredit, οι ιταλικές τράπεζες υπέκυψαν στις πιέσεις και συγκέντρωσαν νέα κεφάλαια ύψους 10 δις ευρώ. Η τελευταία τράπεζα που ολοκλήρωσε με επιτυχία την έκδοση δικαιωμάτων ήταν η Montei dei Paschi, που την περασμένη βδομάδα συγκέντρωσε 2,15 δις ευρώ.
Ας φανταστούμε λοιπόν την απόγνωση των ιταλικών τραπεζών από την περασμένη Παρασκευή, που είδαν τις τιμές των μετοχών τους να βουλιάζουν και τις αποδόσεις των ομολόγων τους να φτάνουν στα ύψη, καθώς οι επενδυτές τους πανικοβάλλονταν στη σκέψη ότι οι τράπεζες της Ιταλίας θα αποτελέσουν τα επόμενα θύματα της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης. Είναι όμως αυτή η ανάλυση σωστή;
Από μια άποψη θα μπορούσε να είναι. Σε αυτό που η αγορά εστιάζει με κάποια καθυστέρηση είναι οι ανησυχητικές αναλογίες μεταξύ των τραπεζών της Ελλάδας και των τραπεζών της Ιταλίας. Και οι ελληνικές τράπεζες κάπως έτσι διαμαρτύρονταν για την προβληματική κατάσταση στην οποία περιήλθαν στο βαθμό που οι ίδιες υπήρξαν προσεκτικοί δανειστές και δεν ευθύνονταν για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν πλέον. Το πρόβλημα τους προέκυψε απλά από το ότι είναι ελληνικές. Και από τη στιγμή που η χώρα τους αντιμετωπίζει τόσο μεγάλα προβλήματα αναπόφευκτα πλήττονται κι εκείνες για δυο λόγους – αφενός εξαιτίας των μαύρων προοπτικών της ελληνικής οικονομίας και αφετέρου εξαιτίας του κινδύνου ενός χρεοστασίου στους ελληνικούς κρατικούς τίτλους με τους οποίους είναι φορτωμένες σε απελπιστικά μεγάλο βαθμό.
Οι Ιταλοί φυσιολογικά ίσως βγάζουν σπυράκια με την ιδέα ότι συγκρίνονται με την Ελλάδα αλλά σε μακροοικονομικό επίπεδο οι αγορές εστιάζουν σε κάποια στοιχεία που είναι πιο σημαντικά από οτιδήποτε άλλο στην παρούσα συγκυρία: την αναλογία χρέους προς ΑΕΠ. Η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ της Ιταλίας σύμφωνα με τις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου θα φτάσει φέτος το 120%. Το ύψος αυτό, μολονότι παραμένει σταθερό, βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στο ελληνικό 150%. Και βέβαια απέχει πολύ από το 64% όπου βρίσκεται σήμερα το χρέος της Ισπανίας, χώρα για την οποία μέχρι στιγμής εκφράζονταν πολύ περισσότερες επιφυλάξεις από τους επενδυτές.
Αν λοιπόν συντρέχουν λόγοι ανησυχίας για τις ελληνικές τράπεζες επειδή κατέχουν τίτλους του ελληνικού δημοσίου που η αξία τους φτάνει στο 27% του ελληνικού ΑΕΠ, δεν θα συντρέχουν λόγοι ανησυχίας για τις ιταλικές τράπεζες που κατέχουν τίτλους του ιταλικού δημοσίου που η αξία τους φτάνει στο 32% του ιταλικού ΑΕΠ;
Η νευρικότητα των αγορών έχει ενισχυθεί κι από τις επίμονες φήμες ότι οι ιταλικές τράπεζες δεν τα έχουν πάει τόσο καλά όσο άλλα ευρωπαϊκά ιδρύματα στα ευρωπαϊκά τεστ αντοχής που τα αποτελέσματά τους αναμένεται να δημοσιευτούν την Παρασκευή. Οι διαβεβαιώσεις που έδωσε την περασμένη βδομάδα ο Μάριο Ντράγκι για το ότι οι ιταλικές τράπεζες περνούν τα κριτήρια των τεστ με ‘σημαντικά περιθώρια’ δεν έπεισε κανέναν.
Η ένταση και η συνέχιση της αναταραχής στις αγορές και τη Δευτέρα οδήγησε την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να υποχρεώσει τους traders να αποκαλύψουν τις βραχυπρόθεσμες θέσεις τους. Και αποκαλύφθηκε ότι η κατά κανόνα σταθερή ‘συναδελφικότητα’ του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ιταλίας τελεί υπό διάρρηξη.
Τα περιφερειακά ιδρύματα της χώρας που αποτελούν σημαντικό τμήμα του ιστού της κοινωνίας – καθώς χρηματοδοτούν και διαχειρίζονται τις τοπικές υπηρεσίες – είχαν περιέλθει υπό τρομακτικές πιέσεις τους τελευταίους μήνες. Καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος του ενεργητικού τους αφορά επενδύσεις στον τραπεζικό κλάδο, τα ιδρύματα αυτά ήρθαν αντιμέτωπα με μεγάλες απαιτήσεις ρευστότητας προκειμένου να στηρίξουν την έκδοση δικαιωμάτων των ιταλικών τραπεζών. Από την άλλη μεριά, τα μερίσματα των ιταλικών τραπεζών – μια βασική πηγή εισοδήματος για τα περιφερειακά ιδρύματα – περικόπηκαν δραστικά.
Υπό την πίεση αυτή, δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που ειπώθηκε ότι τα περιφερειακά ιδρύματα μέσω τον διαχειριστών τους που τρέχουν τα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια δάνεισαν το μεγαλύτερο μέρος των τίτλων τους – κρατικά ομόλογα και τραπεζικές μετοχές – σε βραχυπρόθεσμους πωλητές, επιτείνοντας το μέγεθος της πτώσης.
Για τα ίδια τα ιδρύματα το ζήτημα είναι μάλλον ακαδημαϊκό, καθώς αποτελούν μακροπρόθεσμους επενδυτές και εστιάζουν στα έσοδα που οι τίτλοι που κατέχουν τους αποφέρουν και όχι στις καθημερινές διακυμάνσεις της αξίας τους – κάθε έσοδο και αμοιβή που μπορούν να έχουν είναι καλοδεχούμενα.
Αλλά για την ευρύτερη Ευρωζώνη, όλα αυτά συγκρότησαν ένα ακόμη μέτωπο επίθεσης στο εύθραυστο ενιαίο νόμισμα και στις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Μια επίθεση που στέλνει κι ένα σημαντικό μήνυμα στους Ευρωπαίους ηγέτες, τόσο τους πολιτικούς όσο και τους επικεφαλής των ευρωπαϊκών τραπεζών, ότι η εκκρεμότητα της αντιμετώπισης του προβλήματος αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου κρατικού χρέους δεν είναι δυνατό να αφεθεί να σέρνεται ως το Σεπτέμβριο καθώς ένας ανησυχητικά μεγάλος αριθμός όσων συμμετέχουν στις συνομιλίες δείχνει να πιστεύει.
Για τον Μάριο Ντράγκι – που θα αναβαθμιστεί σε πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας την 1η Νοεμβρίου – η ανανέωση της επίθεσης στις ιταλικές τράπεζες που πίστευε ότι είχε αποτρέψει την άνοιξη, σηματοδοτεί έναν προσωπικό εφιάλτη ο οποίος προστίθεται στις ευρύτερες προκλήσεις αντιμετώπισης των προβλημάτων της Ευρωζώνης. Πέρα από την ελπίδα για άνοδο των τραπεζικών μετοχών της Ιταλίας – που ενδέχεται να δούμε εφόσον είναι όντως καθαρά τα αποτελέσματα των τεστ αντοχής της Παρασκευής – ελάχιστα πράγματα μπορεί να κάνει για να σταματήσει τη μόλυνση στην Ιταλία. Τουλάχιστον όμως μπορεί να πιέσει την UniCredit, που οι μετοχές της παρουσίασαν και τη μεγαλύτερη πτώση, να ακολουθήσει τις άλλες ιταλικές τράπεζες συγκεντρώνοντας νέα κεφάλαια.
-
- Το Γνωρίζατε;
-
- Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Αντζελες το 1934, νικήτρια των 100 μ. αναδείχθηκε η Στέλλα Γουόλς, η οποία ζούσε στο Οχάιο, αλλά έτρεξε με τα χρώματα της γενέτειράς της Πολωνίας. Έπειτα από 48 χρόνια, αποκαλύφθηκε ότι η Γουόλς ήταν άντρας!
Η απελπισμένη προσπάθεια της Ιταλίας να προστατευτεί από τη μόλυνση
Συντονιστής: Agrafos